- ισοβαθής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει το ίδιο βάθος με κάποιον άλλο: Ισοβαθή δοχεία. – Ισοβαθείς καμπύλες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἰσοβαθής — of equal depth masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοβαθής — ές (Α ἰσοβαθής, ές) αυτός που έχει ίσο βάθος με άλλον νεοελλ. φρ. «ἱσοβαθής γραμμή ή καμπύλη» σε θαλασσογραφικούς χάρτες η καμπύλη γραμμή που ενώνει τα σημεία στα οποία το βάθος είναι το ίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βαθής (< βάθος), πρβλ.… … Dictionary of Greek
ἰσοβαθεῖς — ἰσοβαθής of equal depth masc/fem acc pl ἰσοβαθής of equal depth masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοβαθές — ἰσοβαθής of equal depth masc/fem voc sg ἰσοβαθής of equal depth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
isobata — isóbata (del gr. «isobathḗs», de igual profundidad) f. Línea que une en un mapa los puntos isobáticos. * * * isóbata. (Del gr. ἰσοβαθής, de igual profundidad). f. Geogr. Curva para la representación cartográfica de los puntos de igual profundidad … Enciclopedia Universal
βάθος — Στα υγρά, β. ονομάζεται η απόσταση από την επιφάνεια έως τον πυθμένα. Η απόσταση από την είσοδο έως το εσωτερικό ενός χώρου. Το φόντο σε ένα ζωγραφικό πίνακα. Το σύνολο των ουσιωδών γνωρισμάτων μιας έννοιας. (Αστρον.) Η γωνία που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ … Dictionary of Greek
ισόβαθος — η, ο ισοβαθής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
isóbata — (Del gr. ἰσοβαθής, de igual profundidad). f. Geogr. Curva para la representación cartográfica de los puntos de igual profundidad en océanos y mares, así como en lagos grandes … Diccionario de la lengua española